- ἀστραγάλειος
- ἀστρᾰγάλ-ειος [γᾰ], α, ον,A covering the ankles, = Lat. talaris,
χιτών Aq.Ge.37.3
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χιτών Aq.Ge.37.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αστραγάλειος — ἀστραγάλειος, ον (Α) αυτός που φθάνει μέχρι τον αστράγαλο («χιτὼν ἀστραγάλειος») … Dictionary of Greek
αστράγαλος — I (Ανατ.). Μικρό κόκαλο (κότσι) στην άκρη του ποδιού. Αποτελεί άρθρωση μεταξύ της κνήμης και της φτέρνας. Έχει σχήμα ανώμαλου κύβου και παρουσιάζει στρογγυλή επιφάνεια στην οποία στηρίζεται το κόκαλο της κνήμης προς τα πίσω. Διακρίνεται στην… … Dictionary of Greek